- σφιγγίο
- το / σφιγγίον ΝΑ, [σφίγξ, -ιγγός/ σφίγγω]νεοελλ.σιδερένιος δεσμός για σύνδεση ή στερέωση αντικειμένωναρχ.1. περιδέραιο ή βραχιόλι2. είδος πιθήκου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κωπαΐδα — Πεδιάδα της Βοιωτίας, η οποία άλλοτε ήταν λίμνη. Περιβάλλεται από τα βουνά της Λοκρίδας, τον Ελικώνα, το Σφίγγιο και τα ανατολικά υψώματα του Παρνασσού. Η λεκάνη, στη βαθύτερη περιοχή της οποίας υπήρχε άλλοτε η ομώνυμη λίμνη, δημιουργήθηκε από… … Dictionary of Greek